ΣΤΑΛΙΝ, ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ – ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ (ΝΕΑ ΣΚΗΝΗ)

Αισθάνομαι αμηχανία να μιλήσω για την συγκεκριμένη παράσταση. Καταρχήν, δεν ξέρω πού ακριβώς να την κατατάξω, σε ποιο είδος θεάτρου εννοώ. Επιπλέον, δεν μπορώ να μιλήσω με σαφήνεια για το κείμενο, καθώς αυτό μου έδωσε την αίσθηση ότι δεν είναι σταθερό, αλλά ότι σε κάποια σημεία έχει μια ρευστότητα, μπορεί δηλαδή και να διαφοροποιείται από εμβόλιμα στοιχεία∙ στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχουν τέτοια για τα οποία όμως θα μιλήσω στη συνέχεια.

Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός κι ο Ακύλλας Καραζήσης είναι δυο ιδιαίτερες περιπτώσεις ηθοποιών και σκηνοθετών. Δεν είναι τυχαίο ή χωρίς ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι οι πριν με την θεατρική ενασχόληση σπουδές τους είναι Ιστορία και Πολιτικές Επιστήμες για τον Ακύλλα Καραζήση και Βιολογία (με κατεύθυνση νευρο-βιολογία), για τον Μιχαήλ Μαρμαρινό. Επίσης, θεωρώ ότι είναι αναγκαίο να γνωρίζει κανείς τα πιστεύω τους ως προς τη θεατρική πράξη προκειμένου να κατανοήσει τα πώς και τα γιατί της συγκεκριμένης παράστασης.

Το μεγάλο ζητούμενο της τέχνης τους είναι και για τους δύο ο άνθρωπος με την έννοια που ένας απλός θεατής μπορεί να λειτουργήσει ή να συλλειτουργήσει σε μια παράσταση ή πώς η καθημερινότητα μπορεί να θεωρηθεί ως τέχνη.

Ο Μαρμαρινός πιστεύει ότι «το θέατρο είναι η τέχνη πάνω στην ιστορία των ανθρώπων» κι ότι «δεν υπάρχει στιγμή στην καθημερινότητα που να μην είναι θέατρο μόλις υπάρξει το κατάλληλο βλέμμα».

Τον απασχολεί έντονα με ποιους τρόπους μια συγκεκριμένη προσωπικότητα – το σώμα ενός πολίτη κάτω από την ιδιότητα του ηθοποιού- μπορεί να εξωθεί τον εαυτό του σε σημείο να παγιδεύεται μέσ’ στην πραγματικότητα, μέσα στο τυχαίο – σαν μέθοδος υποκριτικής ταυτότητας – μετατρέποντας έτσι τον εαυτό του σε «ντοκουμέντο».

Ο Ακύλας Καραζήσης διακηρύττει τα δικαιώματα της σκηνής λέγοντας ότι κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα στη θεατρική εμπειρία κι ότι ο ειδικός τρόπος του οφείλει να είναι σεβαστός. Λέει ότι κάθε ηθοποιός είναι ίσος με κάθε θεατή κι ότι όποιος ασκεί το επάγγελμα του σκηνοθέτη διώκεται ποινικά.

Ο θεατής σ’ αυτήν την παράσταση πρέπει να εισέλθει αθώος στο θέατρο – αυτό άλλωστε θέλουν και οι δημιουργοί της.

Στόχος είναι μια προσέγγιση από πλευράς θεατή, ανάλογη μ’ αυτήν που θα είχε απέναντι σ’ έναν ξένο θίασο, με ξένους ηθοποιούς, σε ξένη γλώσσα και με ελάχιστη γνώση γύρω απ’ τη δουλειά τους.

Προσωπικά βρήκα το όλο εγχείρημα κάπως φλύαρο. Μου έδινε την αίσθηση ότι αυτό που ήθελε να πει δεν το είπε ευθέως αλλά γύρναγε γύρω- γύρω εμπλέκοντας κι άλλα στοιχεία που του αφαιρούσαν μάλλον παρά του προσέθεταν σε κύρος.

Σχολιάζω εντελώς αρνητικά τις ονομαστικές αναφορές σε ηθοποιούς και σκηνοθέτες που κατηγορούνται εδώ για έναν δεσποτισμό που κυριάρχησε στην ελληνική θεατρική πραγματικότητα του 20ου αιώνα κι ακόμα υπάρχει ο απόηχος της. Το βρήκα αντιδεοντολογικό, όχι γιατί θεωρώ ότι είναι υπεράνω κριτικής, αλλά γιατί το να αποδοκιμάζεις από σκηνής έναν παλιό και παρωχημένο έστω κώδικα υποκριτικής, είναι ο εύκολος τρόπος που κι αυτός όμως με τη σειρά του κινδυνεύει να γίνει κατεστημένος και θα ξεπεραστεί κάποτε απ’ την γενικότερη εξελικτική πορεία της τέχνης.

Υπάρχει μια ολόκληρη ενότητα όμως μέσα στην παράσταση στην οποία και θα σταθώ και για την οποία μίλησα λίγο στην αρχή αναφέροντας τα εμβόλιμα του έργου.Κάπου στα μέσα της παράστασης, εισέρχεται στη σκηνή ένας επισκέπτης ή προσκεκλημένος όπως ονομάζεται και ο οποίος δεν είναι ηθοποιός και εναλλάσσεται κάθε βδομάδα. Δεν γνωρίζω ακριβώς τα κριτήρια με τα οποία επιλέγετα. Απ’ αυτό που παρακολούθησα, πιστέυω ότι η επιλογή γίνεται επειδή αφενός ο άνθρωπος αυτός βρίσκεται στον περίγυρο των Μαρμαρινού- Καραζήση, αφετέρου επειδή η ιστορία της ζωής του την οποία θα κληθεί να αφηγηθεί απαντώντας σε ερωτήσεις, (εξ)υπηρετεί την παράσταση.

Ο προσκεκλημένος που είδα εγώ ήταν ο Σάββας Μιχαήλ (Μάτσας) και ομολογώ ότι η προσωπική του μαρτυρία ήταν μεν συγκλονιστική, έχω δε μια δυσκολία να διαχειριστώ αυτήν τη συγκίνηση που δεν ήταν προϊόν μυθοπλασίας, αλλά προσθήκη «φέτας ζωής» σε μια σύμβαση όπως είναι η θεατρική παράσταση.

Αν ακόμα αναρωτιέστε ποιος ο συσχετισμός της παράστασης με τον Στάλιν, η απάντηση βρίσκεται στον παραλληλισμό του ολοκληρωτικού καθεστώτος που ο πάλαι ποτέ σοβιετικός ηγέτης επέβαλλε με τον υποκριτικό κώδικα που κυριάρχησε και κυριαρχεί στα ελληνικά θεατρικά δρώμενα, πετώντας εκτός συστήματος και στη μία και στην άλλη περίπτωση όσους παρεκκλίνουν.

Πιστεύω ότι το εγχείρημα των Μαρμαρινού – Καραζήση έχει ενδιαφέρον για ένα πιο ειδικό κοινό, δεν μπορεί να απευθύνεται σε όλους- αν και αυτό θα επιθυμούσε- είναι βαθιά διανοητικό, παρόλες τις προσπάθειες να ακουμπήσει στο συναίσθημα και δεν είναι βέβαια ένα καθαρόαιμο θεατρικό έργο, αλλά περισσότερο μια performance με δυνατότητες αλλά και αδυναμίες.

 

ΣΤΑΛΙΝ, ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ (ΝΕΑ ΣΚΗΝΗ)

ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΘΗΝΑΣ

ΣΥΓΓΡΑΦΗ – ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: ΑΚΥΛΛΑΣ ΚΑΡΑΖΗΣΗΣ, ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΣ

ΣΚΗΝΙΚΑ: ΚΕΝΝΥ ΜΑΚ ΛΕΛΛΑΝ, ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΣ

ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ: KATRIN KRUMBEIN

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ: ΣΤΑΘΗΣ

ΦΩΤΙΣΜΟΙ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΚΟΥΛΑΡΑΚΟΣ

ΠΑΙΖΟΥΝ: ΑΚΥΛΛΑΣ ΚΑΡΑΖΗΣΗΣ, ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΣ, ΜΑΙΡΗ ΤΣΩΝΗ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΡΙΘΑΡΑΣ, ΒΕΡΙΚΑ ΜΓΚΕΛΑΤΖΕ

2 Σχόλια to “ΣΤΑΛΙΝ, ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ – ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ (ΝΕΑ ΣΚΗΝΗ)”


  1. 1 leila 3 Απριλίου, 2008 στο 3:54 μμ

    το εργο που αναφερεις ανεβαινει σε ενα αλλο χωρο του εθνικου απο οτι αυτο που ειδα χτες (εχω καμει σχετικο ποστ σημερα 3/4).. το συγκεκριμενο που λες δεν μου το ειχε προτεινει κανεις και δεν νομιζω οτι η θεματολογια του θα με αγγιζε καλως ή κακως..
    ισως οπως πολυ σωστα λες απευθυνεται σε συγκεκριμενο κοινο

    (το ρωσικο εργο που ειχες αναφερει σε προηγουμενο ποστ δεν το εχω δει και με αυτη τη σειρα που εχω βαλει τις προτεραιοτητες για να δω καποια θεατρικα εργα, ισως να μην προλαβω να το δω)

    περνω ομως συχνα απο αυτο το βλογγακι για να βλεπω τις ενδιαφεροντες αποψεις που γραφονται

  2. 2 alepou 6 Απριλίου, 2008 στο 10:19 πμ

    @leila
    Αυτό που είδες, το έχω προγραμματίσει για την ερχόμενη βδομάδα. Γι’ αυτό και δεν θα διαβάσω ακόμα το ποστ σου για να μην επηρεαστώ 😉


Αφήστε απάντηση στον/στην alepou Ακύρωση απάντησης




Αρχείο