«Οι Τρεισευτυχισμένοι» στο Θέατρο Πορεία

Δεν είναι ασυνήθιστο να κολλάμε ταμπέλες στους καλλιτέχνες συχνά καταδικάζοντας τους σε μια συγκεκριμένη κατηγορία κι έτσι να δυσκολευόμαστε να τους δούμε αλλού. Είναι σαν τους φορτώνουμε και ασυνείδητα με μια ευθύνη, να μην ξεφύγουν της γραμμής.  Ευτυχώς ο Γιάννης Χουβαρδάς δεν φαίνεται να εγκλωβίζεται σε ό, τι μπορεί καθένας απ’ το κοινό ή τους πιο ειδικούς να έχει στο μυαλό του κι έτσι χαράσσει την πορεία του όπως ο ίδιος έχει αποφασίσει. Ομολογώ ότι κι εγώ ξαφνιάστηκα όταν άκουσα ότι φέτος σκηνοθετεί Λαμπίς, με τον ίδιο τρόπο που πέρυσι είχα ξαφνιαστεί που ο Μαρμαρινός σκηνοθετούσε Αριστοφάνη. Με μεγάλη λοιπόν περιέργεια πήγα να δω πώς ένας «σοβαρός» σκηνοθέτης έργων ρεπερτορίου κατά κύριο λόγο θα χειριστεί μια γαλλική φαρσοκωμωδία.

«Οι Τρισευτυχισμένοι» ( «(Le plus heureux de Trois», προέκυψαν το 1870), ως αντίδραση, όπως λέγεται, του Λαμπίς στον ισχυρισμό ενός κριτικού σύμφωνα με τον οποίο «η μοιχεία δεν θα μπορέσει ποτέ να προκαλέσει γέλιο». Ο Λαμπίς σε συνεργασία με τον Edmond Gondinet παραδίδει μια σπαρταριστή κωμωδία που καταρρίπτει  περίτρανα τον παραπάνω ισχυρισμό.

Στο σπίτι του πλούσιου Μαρζαβέλ μπαινοβγαίνουν διάφορα πρόσωπα που εμπλέκονται μεταξύ τους σε μια ιστορία μοιχείας με παρελθόν, παρόν και μέλλον… οι επιμέρους μοιχείες μάλιστα διακλαδίζονται για να συνδέσουν τελικά τα πρόσωπα σε κάτι που δεν φαίνεται να έχει προφανές τέλος. Ο Λαμπίς δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την ψυχοσύνθεση αυτών των προσώπων. Τα σκιαγραφεί με αδρές γραμμές και τα ρίχνει στα βαθειά της δράσης (sic). Το ίδιο το είδος της φάρσας άλλωστε, δεν στοχεύει στην εμβάθυνση αλλά στα διάφορα κωμικά επεισόδια που με γρήγορο ρυθμό διαδέχονται το ένα το άλλο και βγάζουν γέλιο.

Ο Χουβαρδάς βλέπει το έργο με πιο εκλεπτυσμένη ματιά απ’ ότι συνηθίζεται σε τέτοια έργα. Έτσι εδώ απουσιάζουν τα χοντροκομμένα αστεία ή οι γκροτέσκες ερμηνείες. Οι ηθοποιοί δεν κάνουν μούτες και δεν παίζουν με τις ευκολίες τους ή με ενθάρρυνση απ’ το κοινό αλλά είναι αφημένοι σε μια ελαφρότητα που τους παρασύρει σ’ ένα γοητευτικό και συνάμα επικίνδυνο γαϊτανάκι. Η σκηνοθεσία του είναι αέρινη αλλά καθόλου πρόχειρη.

Βρήκα εξαιρετικά ευφυή την έναρξη. Αντί κουδουνιών και καθώς η πλειονότητα των θεατών έχει εισέλθει, μια υπηρέτρια της οποίας το πρόσωπο καλύπτει η πλούσια κώμη της, ξεσκονίζει ενώ συγχρόνως απαγγέλει το εγχειρίδιο της σωστής φροντίδας μιας γυναίκας προς τον σύζυγο  όπως κυκλοφορούσε στα βιβλία οικιακής οικονομίας του ’50.

Έξυπνο και λειτουργικό το σκηνικό. Το βαλσαμωμένο ελάφι με τα κέρατα που κάθε φορά που γυρίζουν αποκαλύπτουν μια κρυψώνα, το μεταβαλλόμενο πορτρέτο της πρώην και της νυν κυρίας Μαρζαβέλ, το στρογγυλό έπιπλο-επίσης κρυψώνα που στο δεύτερο μέρος γίνεται παγκάκι… Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη είναι υπέροχα. Τα χρώματα, τα υφάσματα, οι περούκες όλα τα επιμέρους στοιχεία υπογραμμίζουν εύστοχα αυτή την έντονη γελοιότητα που βγάζουν οι ήρωες του Λαμπίς.

Όλοι οι ηθοποιοί κέντησαν πάνω στους ρόλους τους κι έδειχναν να το ευχαριστιούνται. Ο Χρήστος Λούλης μας εξέπληξε ευχάριστα σε κωμικό ρόλο. Γοητευτικά αδέξιος, χαριτωμένος, με σκέρτσα κι ωραία κίνηση έδωσε δείγματα πραγματικά λαμπερού ηθοποιού. Ο Άγγελος Παπαδημητρίου με έμφυτη χάρη και φινέτσα, είναι γεννημένος για το θεατρικό αυτό είδος. Η Λένα Παπαληγούρα ήταν πολύ χαριτωμένη ως Πετούνια και με μπρίο ως Λίσμπετ. Μαζί με τον εξαιρετικό Λαέρτη Μαλκότση τους απολαύσαμε στο ντουέτο  των Αλσατών χωριατών που έρχονται να πυροδοτήσουν κι άλλο την ήδη έκρυθμη ατμόσφαιρα του κομψού παρισινού σπιτιού. Ο Τάρλοου φέρει στο παίξιμο του ένα φλεγματικό χιούμορ αγγλικού τύπου που ήρθε κι ενσωματώθηκε με πολύ φυσικό τρόπο στον χοντρούλη, αφελή κι ελαφρώς υστερικό γάλλο που ενσαρκώνει. Η Ιωάννα Κολλιοπούλου πολύ καλή στον ανδρόγυνο ρόλο της και τέλος η Άλκηστις Πουλοπούλου νιώθω ότι βρήκε στο γαλλικό ελαφρό θέατρο το είδος που πραγματικά της ταιριάζει. Αισθαντική, χαριτωμένη, μπριόζα, κομψή θύμιζε γαλλίδες ηθοποιούς που έδρεπαν δάφνες στις παρισινές σκηνές του 20ου αιώνα.

Η παράσταση ήταν καλοδουλεμένη και με ολοκληρωμένη άποψη από την αρχή ως το τέλος. Δεν θα ήταν υπερβολικό να λέγαμε ότι μοιάζει να στήθηκε με ακρίβεια καλοστημένης χορογραφίας όπου ακόμα κι αυτά που μοιάζουν αυτοσχεδιαστικά κι αυθόρμητα δεν είναι.

Αφήνω για το τέλος την εξαιρετική μετάφραση του Στρατή Πασχάλη, μόνιμου σχεδόν συνεργάτη του Χουβαρδά με την ευφυή απόδοση του τίτλου. Οι γαλλομαθείς θα καταλάβουν ότι αν δεν δεις πώς γράφεται το Τρεισευτυχισμένοι μπορείς να θεωρήσεις ότι ο μεταφραστής αγνόησε πλήρως τον γαλλικό πρωτότυπο τίτλο. Το τρεις όμως αντί του συνηθισμένου τρις συμπυκνώνει εξαιρετικά όλο το παιχνιδιάρικο πνεύμα του έργου.

Θέατρο Πορεία

«Οι Τρεισευτυχισμένοι» του Eugène Labiche

Διασκευή-Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς

Μετάφραση: Στρατής Πασχάλης

Δραματολόγος παράστασης: Έρι Κύργια

Σκηνικά: Εύη Μανιδάκη

Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη

Μουσική: Δημοσθένης Γρίβας

Επιμέλεια κίνησης: Σταυρούλα Σιάμου

Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος

Διανομή:

Πετούνια, Λίσμπετ: Λένα Παπαληγούρα

Μαρζαβέλ: Δημήτρης Τάρλοου

Ζομπλέν: Άγγελος Παπδημητρίου

Ερνέστος: Χρήστος Λούλης

Ερμάνς: Άλκηστις Πουλοπούλου

Μπέρτα:Ιωάννα Κολλιοπούλου

Κράμπαχ: Λαέρτης Μαλκότσης

 

0 Σχόλια to “«Οι Τρεισευτυχισμένοι» στο Θέατρο Πορεία”



  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε




Αρχείο