MACBETH, DOC X, CANADA WATER, LONDON

Είπαν για τον Μάκβεθ:
Ουγκώ: η πείνα του τέρατος που πάντα είναι δυνατόν να υπάρχει μέσα στον άνθρωπο κι ένα έργο επικών διαστάσεων που ασχολείται με όσους ημερεύουν χωνεύοντας το ανθρώπινο γένος
Νίτσε: έργο μέ τέτοια οπτική ώστε αντί να καταπολεμάει την κακή φιλοδοξία μέσα μας, την επαυξάνει
Κραίηγκ: μια τραγωδία που η δράση της κατευθύνεται από αόρατη δύναμη.
_________________________________________________________________
Ο Μάκβεθ είναι η μικρότερη σε έκταση από τις τραγωδίες του Σαίξπηρ και χρονολογείται ανάμεσα στο 1603 και 1606. Φαίνεται ότι ο Σαίξπηρ άντλησε υλικό από τα «Χρονικά της Αγγλίας, της Σκωτίας και της Ιρλανδίας» του Ραφαήλ Χόλινσετ (The Chronicles of England, Scotlande, and Irelande) Παρόλα αυτά, συνέθεσε την τραγωδία του με τέτοιο τρόπο ώστε ελάχιστα να θυμίζει τα πραγματικά γεγονότα και ιδιαίτερα σε ότι αφορά στην προσωπικότητα του αληθινού Μάκβεθ που σε αντίθεση με τον σαιξπηρικό ήρωα ήταν πολύ καλός βασιλιάς.
Ο Μάκβεθ παίχτηκε για πρώτη φορά το 1610 και δημοσιεύθηκε το 1623. Σχετικά με τις μάγισσες που έχουν σημαντική παρουσία μέσα στο έργο -αναλογικά σαν χορός αρχαίας τραγωδίας ή σαν Ερινύες- εικάζεται ότι συμβουλεύτηκε το έργο του Ρέτζιναντ Σκωτ «Ανακάλυψη της Μαγείας»(1584).

Στο έργο του, ο Σαίξπηρ έχει ως κεντρικό ήρωα τον Μάκβεθ αλλά δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα και στη Λάιδη Μάκβεθ η οποία δεν λειτουργεί απλώς συμπληρωματικά αλλά φαίνεται να είναι ο μοχλός που κινεί τα νήματα της πλεκτάνης γαι την άνοδο στην εξουσία. Ίσως γι’ αυτό και σε παλαιότερα ανεβάσματα του έργου στην Ελλάδα βλέπουμε σαν συμπληρωματικό τίτλο «Η τραγωδία των Μάκβεθ».

Συνοπτικά, η υπόθεση έχει να κάνει με την επιστροφή του στρατηγού Μάκβεθ από τον πόλεμο. Η νίκη του αλλά και η υπέρμετρη φιλοδοξία τόσο αυτού όσο και της συζύγου του έχουν ως αποτέλεσμα την δολοφονία του Βασιλιά Ντάνκαν και την άνοδο του ζεύγους των δολοφόνων στον θρόνο έπειτα από μια σειρά συνομωσιών. Οι τύψεις δεν αργούν να έρθουν τρώγωντας πρώτα εσωτερικά την ψυχή της συζύγου Μάκβεθ αφού εκείνη είναι ο ηθικός αυτουργός των εγκλημάτων και στη συνέχεια τον ίδιο τον Μακβεθ που ο αδύναμος χαρακτήρας του σηματοδοτεί την αρχή του τέλους. Ο φόβος και οι τύψεις τον κυριεύουν και τον οδηγούν σταδιακά σε πανικό και απόγνωση.

Στην πολυδιαφημισμένη παράσταση του Λονδίνου (θα ταξιδέψει και στην Αμερική μετά ), ο Μάκβεθ είναι άχρονος. Η είσοδος στη θεατρική αίθουσα μας εισάγει σ’ ένα δυστοπικό σκηνικό. Οι θεατές διασχίζουν ένα πεδίο καταστροφής από μάχη. Ο πόλεμος έχει σαρώσει τα πάντα. Τα φυτά είναι πεθαμένα, σκόρπιες λαμαρίνες, σκοτάδι, ήχοι απόκοσμοι ανάμεσα σε σειρήνες και πολεμικές ιαχές ή οιμωγούς. Ο πόλεμος της Ουκρανίας, η απειλή της Ρωσίας, οι πόλεμοι των τελευταίων δεκαετιών στη Μέση Ανατολή, η πρόσφατη πολεμική σύρραξη στη Γάζα, όλα αυτά είναι δυνητικά το σκηνικό της καταστροφής.
Ο βασικός ήρωας, ένας στρατιώτης που έχει μεν νικήσει αλλά φέρει έντονα τα σημάδια της κόπωσης, εισέρχεται στη σκηνή. Αρχίζει η βύθιση στο σκοτεινό κόσμο του Μάκβεθ.

Ο Ralph Fiennes ενσαρκώνει γήινα τον σαιξπηρικό ήρωα. Αυτός ο Μάκβεθ δεν είναι ήρωας αν και νικητής. Είναι ένας απλός κουρασμένος στρατιώτης. Η έπαρση του είναι αρκετή αλλά όχι τόση που να του δώσει πρωτοβουλία. Αφήνεται εύκολα σαν ώριμο φρούτο στα επιδέξια χέρια της συζύγου του που όντας πιο τολμηρή και θρασεία αρχίζει να υφαίνει τα νήματα της πλεκτάνης της.
Η Indira Varma γνωστή στο ευρύ κοινό από τo «Games of Thrones» ήταν μια πολύ καλή Λαίδη Μάκβεθ. Χωρίς υπερβολές στην ερμηνεία της, λίγο πιο αδύναμη στην είσοδο της αλλά δυναμική στη σκηνή του δείπνου φτάνει σε ενδιαφέρουσα ερμηνευτική κορύφωση στην καταπληκτική σκηνή που προσπαθεί να ξεπλύνει το αίμα από τα χέρια της.

Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο έμπειρος περί του Σαίξπηρ Simon Godwin δεν είχε τίποτα πομπώδες και δεν εκβίαζε κανένα συναίσθημα. Κατάφερε με απλότητα κι αμεσότητα όμως να περάσει στο κοινό τον διαχρονικό λόγο του Σαίξπηρ. Οι σκηνές των μαγισσών ήταν ποιητικές κι απόκοσμες όπως το σκηνικό περιβάλλον που δημιουργήθηκε για να φιλοξενήσει την παράσταση.

https://macbeththeshow.com/venues/london


«Βασιλιάς Ληρ» στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας

Ο «Βασιλιάς Ληρ» γράφτηκε μεταξύ του 1604- 1608. Το θέμα του φαινομενικά απλό, δεν τοποθετείται χρονικά σε καμιά συγκεκριμένη εποχή και μοιάζει σαν παραμύθι. Ένας ηλικιωμένος Βασιλιάς αποφασίζει να μοιράσει το βασίλειο του στις τρεις κόρες τους αλλά προκειμένου ν’ αποφασίσει τα μερίδια τους, τους κάνει την ερώτηση παγίδα κατά πόσο τον αγαπούν. Οι δυο μεγαλύτερες τον κολακεύουν και τον τοποθετούν πάνω απ’ όλα, ενώ η μικρότερη απαντάει με ειλικρίνεια και πέφτει σε δυσμένεια. Ο Βασιλιάς εξοργίζεται και την αποκληρώνει αφήνοντας τα πάντα στις δυο αδερφές της.  Από κεινη τη στιγμή όμως αρχίζει το μοναχικό ταξίδι του προς την αυτογνωσία.

Στον «Βασιλιά Ληρ» όμως υπάρχουν δύο ολοκληρωμένες παράλληλες πλοκές που συναντιούνται. Παράλληλα με  την ιστορία του Βασιλιά, διαδραματίζεται κι η ιστορία του κόμη του Γκλώστερ και των δύο γιων του, του νόμιμου Έντγκαρ και του νόθου κι αδίστακτου Έντμοντ.

Ο «Βασιλιάς Ληρ» πραγματεύεται ζητήματα που τον καθιστούν πιο επίκαιρο από ποτέ. Θέματα εξουσίας, κολακείας, αλαζονείας, ύβρεως, απολυταρχικές συμπεριφορές, σχέσεις γονιών και παιδιών με ζητήματα προσκόλησης στην οικογενειακή εστία και στα «οφέλη της» ή απογαλακτισμού κι ενηλικίωσης. Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ο παραλληλισμός του με τις μεγάλες τραγικές μορφές. Δεν είναι δυνατόν να μην αναγνωρίσει κανείς στον Ληρ τον αλαζονικό Οιδίποδα που έπρεπε να τυφλωθεί για να μάθει. Εδώ βέβαια τυφλώνεται ο Γκλώστερ κυριολεκτικά αλλά μήπως η άρνηση του Ληρ να δει την αλήθεια δεν είναι μια τύφλωση; Όταν ο ηλικιωμένος μονάρχης αναγκάζεται να περιπλανηθεί στον έξω κόσμο, απεκδυόμενος τον μανδύα της εξουσίας και των ανέσεων της κοσμικής ζωής του, έρχεται σε επαφή με τον κόσμο που αγνοούσε. Ο Ληρ θα φτάσει στη γνώση με σκληρό τρόπο αλλά θα είναι πια αργά. Συνοδοιπόροι του σ’ αυτή την παράξενη και μοναχική διαδρομή, ο Τρελός κατ’ επάγγελμα γιατί ουσιαστικά μοιάζει πιο γνωστικός απ’ όλους, ο άλλοτε παντοδύναμος και τώρα τυφλός Γκλώστερ κι ο μεταμφιεσμένος και περιπλανώμενος Έντγκαρ που κρύβεται για να γλιτώσει μια συνομωσία εναντίον του.

Όπως και να «διαβάσει» κανείς σκηνοθετικά τον «Βασιλιά Ληρ», σαν τραγωδία εξουσίας ή τραγωδία αγάπης, δεν μπορεί παρά να καταλήξει στην τραγωδία του ανθρώπου που κατακτά τη γνώση συνήθως αργά και ανάλογα με τις συνθήκες καλείται να πληρώσει το τίμημα.

Στην παράσταση του Λιβαθηνού είδαμε έναν Ληρ δωματίου. Δεν είναι ασυνήθιστο αυτό για έναν σκηνοθέτη που αρκετά χρόνια πριν απολαύσαμε σε μια εκπληκτική μεταφορά του μνημειώδους «Ηλίθιου» στη σκηνή. Ο «Βασιλιάς Ληρ» είναι έργο διάρκειας 3 τουλάχιστον ωρών και πιθανόν κουραστικό και φλύαρο για τον σημερινό θεατή. Επιπλέον, αν μπορείς να κάνεις μια συμπύκνωση των σημαντικών και ν’αφαιρέσεις τα περιττά όπως μάχες, ανούσιοι διάλογοι, χαρακτήρες που σημαίνουν σκηνική και οικονομική επιβάρυνση, γιατί να μην δώσεις μια φρέσκια ματιά στο σαιξπηρικό κείμενο; Παρόλα αυτά, στις «οικονομικές» λύσεις, θυσιάστηκαν και ρόλοι σημαντικοί. Ποιος ο λόγος να συμπτυχθεί ο Δούκας του Κεντ με τον Τρελλό; Ο Σαίξπηρ γράφει δυο διαφορετικούς ρόλους και μάλιστα «εξαφανίζει» τον Τρελλό κάποια στιγμή τη νύχτα της περιπλάνησης. Γι’ αυτή την εξαφάνιση μάλιστα οι μελετητές του Σαίξπηρ έχουν χύσει τόνους μελανιού. Στην παράσταση του Λιβαθινού όταν ο Δούκας του Κεντ πέφτει σε δυσμένεια λόγω του θάρρους του να αντικρούσει την κρίση του Βασιλιά, μεταμφιέζεται σε Τρελλό και προς το τέλος εξακολουθεί να υπάρχει ως Τρελλός, ενώ σύμφωνα με το κείμενο ο Τρελλός δεν είναι πουθενά.

Και μέχρι εδώ, νομίζω είδαμε μια νοικοκυρεμένη σκηνοθεσία. Ο σκηνικός χώρος της Μανωλοπούλου ( μόνιμης συνεργάτιδας του σκηνοθέτη) με τα καλώδια που παράπεμπαν σε χώρο εντατικής έδιναν μια απόσκοσμη ατμόσφαιρα. Έτσι άλλωστε ξεκινά η παράσταση. Ο γέρος Ληρ ετοιμοθάνατος στο κρεβάτι του καλεί οικογενειακό συμβούλιο κι ετοιμάζεται να παραδώσει το βασίλειο. Η ενσάρκωση του Ληρ από γυναίκα ηθοποιό δεν με ξένισε καθόλου. Η μορφή του Ληρ έχει κάτι άχρονο και άφυλο. Δεν τονίστηκε η γυναικεία της υπόσταση κι αυτό ήταν κέρδος για την παράσταση. Ωστόσο, δεν απογειώθηκε ο ρόλος κι ούτε προκλήθηκε η συγκίνηση εκείνη που σε κάνει να θυμάσαι μια παράσταση για την αύρα της έστω κι αν έχουν περάσει πολλά χρόνια και ξεχνάς τις επιμέρους λεπτομέρειες της. Δεν αναφέρομαι σκοπίμως στους υπόλοιπους της μικρής διανομής. Ήταν όλοι τους καλοί αλλά κανείς μεγάλος.

«Βασιλιάς Ληρ»

Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας

ΠΑΙΖΟΥΝ:

Mπέττυ Αρβανίτη

Nίκος Αλεξίου

Αντώνης Γιαννακός

Νέστορας Κοψιδάς

Ερατώ Πίσση

Γκαλ Ρομπίσα

Εύα Σιμάτου

Βιργινία Ταμπαροπούλου

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Απόδοση- Διασκευή:  Στρατής Πασχάλης

Σκηνοθεσία:  Στάθης Λιβαθινός

Σκηνικά- κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου

Μουσική: Τηλέμαχος Μούσας

Σχεδιασμός φωτισμών:  Αλέκος Αναστασίου

Video:  Χρήστος Δήμας

Βοηθός σκηνοθέτη:  Γεωργία Κατσίλα

Βοηθός σκηνογράφου- ενδυματολόγου: Έμιλυ Κουκουτσάκη

Βοηθός φωτιστή:  Ναυσικά Χριστοδουλάκου

Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή

Για παιδιά και όχι μόνο

Η εμπειρία μου από το παιδικό θέατρο είναι ας πούμε δύο ταχυτήτων. Η μία ανάγεται στο μακρινό παρελθόν. Θυμάμαι τον «Μπαρμπά Μυτούση» με τον Κλούβιο και τη Σουβλίτσα, «Καραγκιόζη» σε θερινό ή «Τα ρούχα του Βασιλιά» που φωνάξανε τα παιδιά ν’ ανέβουν στη σκηνή κι ενώ ήθελα διακαώς με φρέναρε η δειλία του αδερφού μου. Τω καιρώ εκείνω, οι γονείς ήταν πιο χαλαροί ή πιο ανυποψίαστοι κι ο μπαμπάς μου κάπνιζε στο μπαρ ενόσω διαρκούσε η παράσταση. Δεν ήταν ο μόνος. Μετά θυμάμαι κάτι λίγο πιο ψαγμένα (μάλλον της Καλογεροπούλου στη θρυλική Πόρτα) και μετά κενό γιατί μεγάλωσα.
Στην προηγούμενη δεκαπενταετία πήγα θέατρο τον γιο μιας φίλης μου, τον μικρό μου ξάδερφο στο «Σκλαβί», τον ανιψιό μου, τη βαπτιστήρα μου, τον ενήλικο εαυτό μου από περιέργεια σε κάποιες παραστάσεις μεταξύ των οποίων στην εξαιρετική «παράσταση για τρίχρονα «Έλα, έλα» (πάλι της Καλογεροπούλου) κι εκεί εξαντλήθηκε το πράγμα.
Κι ύστερα έγινα μαμά κι άλλαξαν όλα! Σ’ αυτά τα 6 σχεδόν χρόνια λοιπόν, πιο πολλές είναι οι παιδικές παρά οι ενήλικες παραστάσεις. Τα  έφερε στο μεταξύ έτσι η ζωή που 9 στις 10 τις είδα στο Λονδίνο. Κι έχω να πω χωρίς να είμαι biased ( που λέμε κι εδώ αλλά κρατώντας και μια μικρή επιφύλαξη για τα ελληνικά δρώμενα) ότι οι Άγγλοι είναι σπουδαίοι παραμυθάδες!
Εκτός από τα μεγάλα μιούζικαλ για παιδιά («Frozen», «Beauty and the Beast», «Matilda», «Mary Poppins») που είναι μια κατηγορία από μόνα τους, οι μικρές εναλλακτικές σκηνές είναι μαγικές. Με ελάχιστα μέσα και αέναο ψάξιμο καινοτομούν βρίσκοντας λύσεις που θα προσελκύσουν τους μικρούς θεατές.

Είδαμε το Σαββατοκύριακο το «Father Christmas» που διαδραματίζεται την 24η Δεκεμβρίου στο σπίτι του Άη Βασίλη. Τον παρακολουθήσαμε να ξυπνάει, να παίρνει πρωινό, να ταΐζει τους ταράνδους, να φεύγει για να μοιράσει τα δώρα και να επιστρέφει κατάκοπος. Ήταν τόσο ωραίο που δεν έπεφτε καρφίτσα. Και να ξέρετε, τα παιδιά είναι αυστηροί κριτές. Μπορεί να σηκωθούν και να σου καταστρέψουν την παράσταση χωρίς προσχήματα και κοινωνικές ευγένειες.
Το εντυπωσιακό της παράστασης ήταν η δημιουργικότητα. Ένας ηθοποιός όλος κι όλος, μια μουσικός που παρήγαγε μουσικούς και άλλους ήχους όπως πχ το άλειμμα της μαρμελάδας στο ψωμί και μια βοηθός για τα επιμέρους. Κι όμως ένας ολόκληρος κόσμος ζωντάνεψε μπροστά μας με μωσαϊκό ανθρώπων, ήχων και χρωμάτων.


Αναλογιζόμενη με αφορμή αυτό και τις προηγούμενες παραστάσεις ( επίσης με λιτά μέσα) κατέληξα στο ότι δίνουν στα παιδιά αυτό που ακριβώς χρειάζονται, παιχνίδι. Υπάρχει ένας συνδυασμός ηθοποιού, μαριονέττας ή άλλης κούκλας, παραγωγή ήχων από απίθανα μέσα. Δεν υπάρχει καθόλου διδακτισμός και κουραστικές μεγάλης διάρκειας παραστάσεις. Τα παιδιά απολαμβάνουν και καλούνται να ενεργοποιήσουν τις αισθήσεις τους για να συμπληρώσουν ό,τι λείπει. Μπορεί να βλέπουν ότι κάποιος κουνάει την ψεύτικη γάτα ή ότι μια φιγούρα δεν είναι αληθινή αλλά εκείνη τη στιγμή αυτό έχει λίγη σημασία. Το θέαμα όταν είναι αληθινό τα συνεπαίρνει. Έχουμε τύχει σε παραμυθά επί σκηνής. Ένας ηθοποιός μόνος έπαιξε όλο τον «Πινόκιο» το καλοκαίρι και δεν μας έλειψε τίποτα από την παράσταση!

Και για να μην με κατηγορήσουν τίποτα κακοπροαίρετοι ότι ήρθα στο Λονδίνο και ψωνίστηκα, έχω δει κι εξαιρετικά πράγματα στην Αθήνα. Είναι όμως λίγα. Είμαι σίγουρη πως γίνονται καλές παραγωγές. Δεν ζω πια εκεί και δεν έχω εικόνα. Νομίζω πάντως ότι υπάρχει περιθώριο βελτίωσης  τόσο στο παιδικό θέατρο όσο και στο βιβλίο. Τα πολύ μικρά παιδιά πρέπει να τα κερδίσεις με το να τους εξάψεις τη φαντασία πρώτα και κατ’ επέκταση να μιλήσεις στην ψυχή τους. Το πιο σημαντικό είναι να εκπαιδευτούν στο να παρακολουθούν ιστορίες. Ο κόσμος της τέχνης είναι μαγικός. Οι διδαχές ακαδημαϊκού τύπου δεν αποτελούν μέρος του…https://lyric.co.uk/shows/father-christmas-2023/

Sunset Boulevard

Η «Λεωφόρος της Δύσης» του 1950 είναι η δραματική ιστορία της Νόρμας Ντέσμοντ, μεγάλης σταρ της εποχής του βωβού κινηματογράφου που έχοντας αποσυρθεί από την ενεργό δράση, ζει κλεισμένη στο σπίτι της προσμένοντας τη θριαμβευτική επιστροφή της. Η ταινία αριστοτεχνικά σκηνοθετημένη από τον Μπιλ Γουάιλντερ ασκεί έντονη κριτική στην κινηματογραφική βιομηχανία για τον ηλικιακό ρατσισμό στις γυναίκες ηθοποιούς που από μια ηλικία και μετά υποχρεούνται σε «απόσυρση». Παράλληλα, είναι ένα σχόλιο για τους ηθοποιούς που δεν μπόρεσαν να υποστηρίξουν τη μετάβαση από των βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο με αποτέλεσμα να πέσουν στα αζήτητα εν μία νυκτί. Ως φυσικό επόμενο, η ταινία προκάλεσε την οργή των παραγωγών του Χόλυγουντ αλλά λατρεύτηκε απ’ τους κριτικούς αποσπώντας 11 Οσκαρικές υποψηφιότητες και το 1998 ανακηρύχθηκε απ’ το Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου της Αμερικής ως μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών κατακτώντας τη 12η θέση.

Η Νόρμα ζει στην τεράστια βίλα της στο Sunset Boulevard έχοντας ως συντροφιά τις αναμνήσεις της κι έναν πιστό μπάτλερ που υπήρξε και πρώην σύζυγος της. Η συνάντηση της με τον Τζο ξεπεσμένο σεναριογράφο θα την εμπλέξει σε μια ερωτική περιπέτεια με τραγική κατάληξη αφού όχι μόνο θα επενδύσει πάνω του για να επιστρέψει στα μεγάλα στούντιο αλλά θα τον ερωτευτεί. Εκείνος, την εκμεταλλεύεται για να ανέλθει κοινωνικά και στη συνέχεια την προδίδει για μια συνομίληκη του. Αυτή είναι όλη κι όλη η ιστορία, ένα φαινομενικά απλό ερωτικό μελό αν μείνει κανείς στην επιφάνεια και δεν αναζητήσει τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωση της.

Η Νόρα Ντέσμοντ είναι κάθε γυναίκα που μετά τα 40-45 κι όσο μεγαλώνει νιώθει να παραπαίει ανάμεσα στη βιολογική, την κοινωνική και την ψυχική της ηλικία. Στην εποχή μας οι γυναίκες έχουν κερδίσει μάχες στον εργασιακό και κοινωνικό στίβο αλλά η μάχη με τον βιολογικό χρόνο είτε αυτή αποτυπώνεται στην κοινωνική απαίτηση της μητρότητας ή στην ερωτική της διάσταση, δίνεται ακόμα. Και μπορεί η λαϊκή αοιδός να έλεγε κάποτε εν είδει χαριτωμενιάς ότι οι σαραντάρες ίσον με δύο εικοσάρες, αλλά η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Εκεί έξω υπάρχουν πολλές Νόρμες που παλεύουν να συμφιλιωθούν με τον καθρέφτη τους όσο κι αν στην εποχή μας οι γυναίκες δείχνουν νεώτερες από παλιά. Οι σύγχρονες Νόρμες είναι σε πολλά πράγματα σε πλεονεκτικότερη θέση απ’ τις προγόνους τους αλλά τις στοιχειώνουν οι πολλοί ρόλοι που τους ζητούνται και διαρκώς βαδίζουν σε τεντωμένο σχοινί αφού για να ισορροπήσουν πρέπει να νιώσουν αποδοχή και συμπερίληψη.

Στη θεατρική μεταφορά του στο Savoy theatre, είδαμε ένα δυναμικό μιούζικαλ αισθητικής νουάρ με την υπογραφή του έμπειρου Andrew Lloyd Webber. Η παράσταση έκλεινε έξυπνα το μάτι στον κινηματογράφο με την έξυπνη χρήση της κινούμενης κάμερας. Στα γκρο πλαν ακόμα κι οι θεατές των πίσω καθισμάτων (στο Λονδίνο τα θέατρα είναι τεράστια), μπορούσαν ν’ απολαύσουν την καταπληκτική Nicole Scherzinger ( γνσωστή από τις Pussycat Dolls και βραβευμένη με Olivier )στην τεράστια γκάμα εκφράσεων της για τις ανάγκες του ρόλου, από την σαγήνη, την πρόκληση, την αλαζονεία, τη γοητεία, την ψυχρότητα, ως το θυμό, την απογοήτευση, τη ματαίωση, τον πόνο, την οργή, την εκδίκηση.
Εκπληκτική παραγωγή, αφαιρετικά σκηνικά, σπουδαίες φωνές και αριστοτεχνική σκηνοθεσία από τον Jamie Lloyd που έρχεται στη «Λεωφόρο της Δύσης» με περγαμηνές στο ενεργητικό του.

Sunset Boulevard
Savoy theatre

Directed: Jamie Lloyd
Music: Andrew Lloyd Webber
Book and lyrics: Don Black, Christopher Hampton
Norma Desmond: Nicole Scherzinger

Much Ado About Nothing at Questors

Το «Πολύ κακό για το τίποτα» εικάζεται ότι παρουσιάστηκε πρώτη φορά μεταξύ του 1598-1599 στο Curtain theatre του Shoreditch όπου έπαιζε ο θίασος του Σαίξπηρ πριν μετακομίσουν στο διάσημο The Globe το 1599.

Συγκαταλέγεται στις πιο δημοφιλείς και πολυπαιγμένες κωμωδίες του Σαίξπηρ περιγράφοντας ερωτικά μπερδέματα και παρεξηγήσεις ανάμεσα σε δυο νεαρά ζευγάρια, τον Κλαύδιο και την Ηρώ και τον Βενέδικτο και τη Βεατρίκη. Η δράση του έργου τοποθετείται στη Μεσσήνη της Σικελίας.

Το μοτίβο των ερωτικών μπερδεμάτων είναι γνωστό στο θέατρο από την ιταλική παράδοση της λόγιας κωμωδίας, γνωστής ως commedia erudita όπου άνθησε τον 16ο αιώνα και με τη σειρά της άντλησε τόσο σε ύφος όσο και θεματολογικά από τον Πλαύτο και τον Τερέντιο. Πρόκειται για κωμωδίες σε 5 πράξεις με πρόταση, επίταση, καταστροφή ή λύση.

Είναι γνωστό ότι ο Σαίξπηρ δανείστηκε την ιστορία ανάμεσα στον Κλαύδιο και την Ηρώ καθώς και την επιλογή της Μεσσήνης για να τοποθετήσει τη δράση του έργου από τον ιταλό Matteo Bandello. Άλλα στοιχεία της πλοκής παραπέμπουν στον Ariosto αλλά δεν υπάρχουν καθόλου πληροφορίες για την ιστορία της Βεατρίκης και του Βενέδικτου. Πάντως, ενώ η θεματογραφία θυμίζει την ιταλική παράδοση, τα έξυπνα λογοπαίγνια και το ύφος της γραφής συνολικότερα κάνουν το έργο να συγκαταλέγεται ανάμεσα στις μεγάλες κωμωδίες του Σαίξπηρ μαζί με το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας», το «Όπως αγαπάτε», τη «Δωδεκάτη Νύχτα» και τον «Έμπορο της Βενετίας».

Μια ενδιαφέρουσα πληροφορία αφορά στο όνομα του έργου και συγκεκριμένα στο Nothing που στους Ελισαβετιανούς χρόνους ήταν η λέξη για το γυναικείο γεννητικό όργανο. Αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι το έργο καταπιάνεται με τη γυναικεία αγνότητα, η επιλογή της συγκεκριμένης λέξης στον τίτλο δεν ξενίζει καθόλου.

Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της πολυπαιγμένης κωμωδίας είναι ο χαρακτήρας της Βεατρίκης, μιας δυναμικής και ανεξάρτητης ηρωίδας που θυμίζει την Κατερίνα από το «Ημέρωμα της Στρίγγλας» αλλά με πιο εκλεπτυσμένη κωμικότητα εδώ και παραπέμπει ταυτόχρονα στην Elizabeth από το μεταγενέστερο μυθιστόρημα «Περηφάνεια και Προακτάληψη» της Jane Austen.

Στην παράσταση που είδαμε στο Questors, η δράση του έργου μετατοπίστηκε στη Σικελία του 1920 δίνοντας πιο μοντέρνα πνοή στο έργο και δημιουργώντας μεγαλύτερη οικειότητα για μια κοντινότερη χρονικά εποχή. Η Anne Neville που σκηνοθέτησε την παράσταση δικαιολόγησε την επιλογή λέγοντας πως η δεκαετία του’ 20 προσφερόταν για χορό, γιορτές και κοινωνικό κουτσομπολιό. Οι άνθρωποι θέλανε ν’ αδράξουν τη ζωή ανάμεσα στους 2 παγκόσμιους πολέμους.

Ωστόσο, ο Σαιξπηρικός λόγος παρέμεινε ίδιος, χωρίς μοντέρνες προσθήκες και αλλοιώσεις διατηρώντας στο ακέραιο τα λογοπαίγνια και τα ευφυολογήματα επιτρέποντας μας να παρακολουθήσουμε καλό αγγλικό παραδοσιακό θέατρο με υψηλές ερμηνείες και χωρίς παρεμβάσεις που πιθανόν να αλλοίωναν τον χαρακτήρα του έργου. Κάποιες περικοπές επιβλήθηκαν για να διατηρηθεί η συνολική διάρκεια της παράστασης στις 2 ώρες και να μην κουράσει τον σύγχρονο θεατή με πλατιασμούς.

http://www.questors.org.uk/

Much Ado about Nothing

Cast

Leonato, Governor of Messina: Robert Staines

Beatrice, niece of Leonato: Kate Langston

Hero, daughter of Leonato: Fionna Gouch

Ursula, waiting woman to Hero: Sally Parker

Margaret, waiting woman to Hero: Nicola Littlewood

Balthasar, follower of Don Pedro: Julian Smith

Don Pedro, General of the Army: Robert Seatter

Claudio, Army Officer: Adam Keenan

Benedick, Army Officer: Richard Graylin

Don John, brother of Don Pedro: Pip Nixon

Borachio, follower of Don John: Josh Perry

Conrad, follower of Don John: Shay Kennedy

Antonio, brother to Leonato: Steve Fitzpatrick

Dogberry, Constable of the Watch: Anthony Curran

Verges, 2nd in command to Dogberry: Gareth Bevan

1st Watchman: Dorothy Lawson

George Seacole, a watchman: Steve Fitzpatrick

Hugh Oakcake a watchman: Alan Waldock

Friar Francis/Sexton: Francis Lloyd

Watchdog: Benji

Production

Director: Anne Neville

Set Designer: Alex Marker

Costume Designer: Nichola Thomas

Lighting Designer: John Green

Sound Designer: Emerson Bramwell

Stage Manager: Bernie Brady

Deputy Stage Manager: Sarah Clopet

Assistant Stage Managers: Jeniffer Kerr, Louisa Minas, Hasti Rezvan, Francis Sherwin. Michael Smith, Laurie Swan, Doug Willis

Properties: Harriet Parsonage

Prompters: Anne Harries, Bridgett Strevens

Dressmaker to Miss Parker: Karen Latimer

Hair and Make-Up: Peter Wang

Lighting Assistants: Alasdair Graebner, Carole Swan

Set Constructors: Roger Brace, Stephen Souchon

Set Painters: Ian Black, Katarzyna Krynsk, Lynn Martinez

Get-In Assistants: Mike Chislett, Tilly Reid, Lloyd Wallis

Photographer: Evelina Plonyte

Videographer: Robert Vass

Thanks to The Wednesday Sewing Group

The Good Person of Szechwan at Lyric Hammersmith Theatre

Τρεις θεοί κατεβαίνουν στη Γη να δουνε αν έχουν απομείνει καλοί άνθρωποι. Η Σεν Τε, μια νεαρή γυναίκα που δουλεύει ως πόρνη για τα προς το ζην, τους φιλοξενεί κι εκείνοι για να την ανταμείψουν, της δίνουν ένα μεγάλο ποσό για να ξεκινήσει τη δική της επιχείρηση. Η Σεν Τε ανοίγει ένα καπνοπωλείο ελπίζοντας να ξεφύγει απ’ τη φτώχεια αλλά σύντομα υποκύπτει σε διάφορους καλοθελητές και μην μπορώντας να αρνηθεί, εξυπηρετεί τις ανάγκες των άλλων, καταπιέζοντας τις δικές της.  Απελπισμένη αναγκάζεται να ενδυθεί την αντρική περσόνα του Σούι Τα που ως ξάδερφος της, αποφασίζει να πληρώσει με το ίδιο νόμισμα όλους αυτούς που ενοχλούν την Σεν Τε. Παράλληλα, μια αποτυχημένη ερωτική ιστορία και μια εγκυμοσύνη περιπλέκουν κι άλλο τα πράγματα και ο Σουι Τα τείνει να εδραιωθεί εξαφανίζοντας την Σεν Τε και μαζί της κάθε ίχνος καλοσύνης. Οι τρεις Θεοί πιστεύοντας ότι η Σεν Τε είναι νεκρή επιτίθενται στον Σούι Τα ο οποίος αναγκάζεται τελικά να αποκαλύψει την ταυτότητα του ενώ παράλληλα αναρωτιέται πως μπορεί να είναι κανείς καλός μέσα στη σκληρότητα του κόσμου.

Ο Μπρεχτ ξεκίνησε να σκιαγραφεί την περσόνα της Σεν Τε στα τέλη του ’20, αλλά είχε αρχικά τοποθετήσει το έργο μέσα σε ένα αυστηρά οικονομικό πλαίσιο· πως μπορεί μια πόρνη να αποφύγει τη διπλή εκμετάλλευση και ως εργάτρια του σεξ αλλά και δρώντας μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα. Επηρεασμένος απ’ τον μαρξισμό και τις σπουδές του στην Οικονομία, ενδιαφερόταν κυρίως για τις οικονομικές δομές και κατά πόσο οι άνθρωποι έχουν τη δύναμη να τις αλλάξουν. Ο αρχικός τίτλος λοιπόν ήταν «Love for Sale». Η Κίνα προέκυψε ως επιλογή μετά από μια παράσταση της όπερας του Πεκίνου που παρακολούθησε στην Μόσχα το 1935. Οι άνθρωποι της γενιάς του Μπρεχτ που δεν είχαν ταξιδέψει στην Ανατολή, είχαν  μια αίσθηση μυθικού τόπου γι’ αυτές τις χώρες  όπου δοξασίες και Θεϊκές δυνάμεις καθοδηγούν τους απλούς ανθρώπους και το καλό διαχωρίζεται απ’ το κακό με υπεραπλουστευτικό τρόπο. Μεταξύ του 1939- 1941 κι ενώ ήταν εξόριστος, ολοκλήρωσε το έργο στη μορφή που μας είναι σήμερα γνωστό, σαν παραβολή.

80 χρόνια μετά την πρεμιέρα στο Zurich Schauspielhaous, η παράσταση που παρακολουθήσαμε στο Lyric Hammersmith σε μετάφραση της Nina Segal και με τη σκηνοθετική επιμέλεια του Anthony Lau, κράτησε τον βασικό άξονα του Μπρεχτικού κειμένου με αρκετές παρεμβάσεις στοχεύοντας αφενός στην προσαρμογή του στη σημερινή πραγματικότητα και αφετέρου στην προσέγγιση της νέας γενιάς Βρετανοασιατών.

Εδώ, η Κίνα λειτουργεί σαν μη τόπος.  Η αναφορά στη Σετσουάν ηθελημένα αποσιωπάται καθώς κρίνεται αναγκαία η απελευθέρωση των ηθοποιών από στεγανά που παραπέμπουν στο καθρέπτισμα μια συγκεκριμένης κοινωνίας και των ανθρώπων της. Στον καλό άνθρωπο του Σετσουάν, ο Μπρεχτ προκαταλαμβάνει κατά κάποιο τρόπο τους θεατές με την απόδοση του καλού και κακού σε γυναίκες και άνδρες αντίστοιχα. Στην εκδοχή της παράστασης του Lau και Segal, τα στερεότυπα του αρσενικού ως το απόλυτο κακό και του θηλυκού ως σύμβολο καλοσύνης, υποταγής και θυματοποίησης επίσης αναθεωρούνται. Το παιχνίδι εξουσίας και δύναμης γίνεται πιο εσωτερικό ενώ δεν υπάρχει καμία δραματοποίηση στο πέρασμα από τον ένα ρόλο στον άλλο. Η μεταμόρφωση της Σεν Τε στο αρσενικό της αντίθετο σηματοδοτείται με το φόρεμα ενός μουστακίου και την επιδεικτική προσθήκη πλαστικών όρχεων. Η μεταμόρφωση της Σεν Τε σε άνδρα εσκεμμένα παρωδείται χωρίς να εστιάζει στο γένος αλλά στον χαρακτήρα. Επιπλέον, το κακό εκπροσωπείται κι από γυναικείους χαρακτήρες όπως της σπιτονοικοκυράς της Σεν Τε. You cannot have a “good” life as a woman without a man. You have a man? I don’t but I’ m rich. It’s different!

Τέλος, οι Θεοί δεν θυμίζουν τις σεβάσμιες μορφές του Μπρεχτ αλλά είναι ανθρώπινες καρικατούρες που σκοπό έχουν να αποδυναμώσουν το θεϊκό στοιχείο από το όποιο βάρος του αποδίδεται.

Οι διάφορες ποπ εικαστικές παρεμβάσεις και καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις δεν έχουν πρόθεση να αλλοιώσουν το κείμενο αλλά να ενισχύσουν την παρωδία. Ενώ όλα ξεκινάνε μέσα σε κλίμα χαράς κι ευφορίας, οι χαρακτήρες σύντομα αποκτούν βάρος κάτω από μια σειρά τραγικών συμβάντων που θα τους/ μας οδηγήσει ν’ αναρωτηθούν περί καλού και κακού.

Το έργο του Μπρεχτ στο σύνολο του χαρακτηρίζεται ως μια ηθελημένη προσπάθεια ρήξης της παραδοσιακής φόρμας αφήγησης με στόχο την ψυχική απόσταση από το ρόλο και την ενεργοποίηση του θεατή. Ο θεατής πρέπει να σκεφτεί και να είναι σε θέση να αποτιμήσει αυτό που βλέπει με κριτική ματιά. Σε μια εποχή που οι άνθρωποι αναρωτιούνται κι αναθεωρούν πολλά πράγματα που είχαν ως δεδομένα, η χροιά της παράστασης είναι σαφέστατα έντονα πολιτική.

Η παράσταση πηγαίνει πέρα από το καλό και το κακό διαχωρισμένα σε γένη. Η παγκόσμια συζήτηση για το κλίμα του πλανήτη, ο ρόλος της γυναίκας, το metoo, οι παντός είδους διακρίσεις, η φτωχοποίηση κι η θεοποίηση του χρήματος (it’s only the wealthy that ever do well/ the rest don’t have a chance in hell) κά ανοίγουν ακόμα περισσότερο το διάλογο και παράλληλα προσφέρονται για ενδοσκόπηση.

https://lyric.co.uk/shows/the-good-person-of-szechwan/

CAST

Third God Nick Blakeley Mrs Mi Tzu / Old Woman

Melody Brown Yang Sun / Boy

Aidan Cheng Lin To / Shu Fu / Waiter

Jon Chew First God

Callum Coates Husband / Priest / Rat

Togo Igawa Mrs Shin / Brother’s Wife

Suni La Man / Jobless Man / Policeman / Brother

Camille Mallet de Chauny Wife / Mrs Yang

Louise Mai Newberry Second God

Tim Samuels Shen Te / Shui Ta

Ami Tredrea

Wang Leo Wan

CREATIVE AND PRODUCTION TEAM

Writer Bertolt Brecht

Translator Nina Segal

Director Anthony Lau

Designer Georgia Lowe

Lighting Designer Jessica Hung Han Yun

Composer DJ Walde

Sound Designer Alexandra Faye Braithwaite

Musical Director and Voice Coach Lauren Dyer

Movement Director Carrie-Anne Ingrouille

Associate Lighting Designer Jason Ahn

Associate Movement Director Tara Young

Casting Director Jacob Sparrow

Dramaturg Jennifer Bakst

Assistant Director Lexine Lee

Literal Translator Susy Hingley

Company Stage Manager Kimberley Towler

Deputy Stage Manager Olivia Dudley

Assistant Stage Manager Briony Kirkman

Lighting Programmer Matt Turnbull

Lighting Operator Matt Turnbull / Dan Miller

Sound No. 1 Daniel Ronayne

Sound No. 2 Sylvia Wan

Fly Person Sam Palmer

Dresser Paige Davey

Wigs Maintenance Sophia Khan

Set Built by Take 1 Scenic, Sheffield Theatres Workshop, Neil Gidley & Sarah Worrall

Audio Description by Ruth James & Willie Elliott

Open Captioning by Miranda Yates

BSL Interpretation by Sumayya Si-Tayeb of Theatresign

Artwork Design by Greg Bunbury

Artwork photography by Jennifer McCord

Rehearsal and Production photography by Manuel Harlan

Programme Design by Hannah Yates

«Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» στο Εθνικό θέατρο

Το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» γράφτηκε το 1928-1929, δέκα σχεδόν χρόνια μετά τα «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα». Σε κείνο το έργο, οι ήρωες ημιτελείς απ’ τον συγγραφέα, αναζητούν την ολοκλήρωση στη σκηνή. Εδώ, ένας θίασος προσπαθεί ν’ ανεβάσει το διήγημα του Πιραντέλο «Αντίο Λεονόρα». Οι ηθοποιοί ενδύονται τόσο καλά τους ρόλους τους που αλλάζουν όψη και προσωπικότητα κάτω απ’ την επίδραση του ρόλου κι ενοχλημένοι πια απ’ τις επεμβάσεις του σκηνοθέτη, τον διώχνουν και μένουν μόνοι να ζήσουν αυτά που υποδύονται.

Με το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε», ο Πιραντέλο επιχειρεί μια  διαμαρτυρία απέναντι στην παντοδυναμία του σκηνοθέτη. Κάνει έμμεση αναφορά στις αυθαιρεσίες των σκηνοθετών της εποχής του που άφηναν τη φαντασία τους να οργιάζει εις βάρος του συγγραφέα.

Ο ίδιος ο σκηνοθέτης του έργου άλλωστε, στην κατά Μαυρίκιον διασκευή (σ.σ ο Μαυρίκιος τον υποδύεται κι επί σκηνής), λέει πως το έργο του συγγραφέα ολοκληρώνεται όταν βάλει την τελευταία τελεία. Από κει και πέρα αναλαμβάνει ο σκηνοθέτης.

Το πρόβλημα με το έργο του Πιραντέλο στο σύνολο του είναι η ισορροπία ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, στις αθέατες διαστάσεις μιας πραγματικότητας ή της κατασκευής αυτής.

Ο πιραντελικός κόσμος είναι αυτό που μένει όταν του αφαιρέσεις τη μάσκα ή όταν του τη βάλεις, εξαρτάται από ποια πλευρά είναι ο θεατής.

Μ’ αυτό λοιπόν παίζει διαρκώς ο ευφυής ιταλός δραματουργός κι αυτό είναι η πρόκληση του σκηνοθέτη στο κάθε ανέβασμα.

Η παράσταση δεν μου άρεσε. Καταλαβαίνω ότι ο Μαυρίκιος θέλησε να προσεγγίσει τον Πιραντέλο με τα δικά του μέσα και γι’ αυτό νομίζω απέτυχε. Έχασε την ατμόσφαιρα που πάσχισε να δημιουργήσει γιατί τελικά την υπονόμευσε.

Το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» δεν παρασταίνεται δήθεν αυτοσχεδιαστικά γιατί χάνει τις λεπτές αποχρώσεις του ιδιότυπου χιούμορ του συγγραφέα. Το έργο είναι ιδιότυπο ως προς τη μορφή του έτσι κι αλλιώς. Ο ίδιος ο Μυράτ που ανέλαβε και το πρώτο του ανέβασμα στη σκηνή το 1961 είχε γράψει σχετικά […] Το Αυτοσχεδιάζουμε όμως είχε μια εντελώς ανόρθοδοξη δομή κι αυτό εμπόδιζε για καιρό το ανέβασμα του. Το Εθνικό είχε επιχειρήσει να το ανεβάσει μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο αλλά σταμάτησε τις πρόβες και το ματαίωσε. Ας μου συχωρεθεί να πω ότι η τόλμη της διακσκευής ή καλύτερα της διευθέτησης, του arrangement των σκηνών επέτρεψε την παράσταση του παράδοξου αυτού έργου που «τύχη αγαθή» γνώρισε μοναδική επιτυχία. […]

Με άλλα λόγια, όπως ένας ασυγκράτητος και χειμαρώδης ηθοποιός χρειάζεται κράτημα για να μην ξεφύγει κι επικρατήσει το εκρηκτικό ταμπεραμπέντο του στο ρόλο, έτσι κι ένα έργο χαλαρής δομής, χρειάζεται γερό σκηνοθετικό χτίσιμο, πόσω μάλλον όταν η χαλαρότητα στη δομή είναι ηθελημένη.

Διαφωνώ ριζικά με τη χρήση της πρωτότυπης μουσικής του Χατζιδάκι. Η μουσική αυτή γράφτηκε για το πρώτο ανέβασμα του έργου απ’ τον θίασο του Μυράτ το 1961. Είναι δε τόσο αναγνώρισιμες αυτές οι μελωδίες αφού έχουν επιβιώσει και μόνες τους.  Το να ξανακούσεις αυτά τα τόσο γνωστά τραγούδια με την ιδιαίτερη βαρύτητα στερεί απ’ την παράσταση. Η δε εκτενής αναφορά στον Χατζιδάκι στα πλαίσια ενός -περιττού κατά τα άλλα- σκηνοθετημένου αυτοσχεδιασμού μέσα στον αυτοσχεδιασμό του έργου, δημιουργεί την αίσθηση ότι βλέπεις αφιέρωμα στον Χατζιδάκι με ολίγη πρόζα.

Με άλλα λόγια, θεωρώ ότι ο Μαυρίκιος παγιδεύτηκε μέσα στην αγάπη του για τον Πιραντέλο και τον Χατζιδάκι και την ανάγκη του να τους ξανασμίξει στη σκηνή… έτσι, ο Χατζιδάκις «κατάπιε» (sic) τον Πιραντέλο και ταξίδεψε το κοινό με τις μουσικές του…

Επιπλέον, η διαφήμιση της μουσικής αυτής ως μουσική του βραβευμένου με όσκαρ Μάνου Χατζιδάκι νομίζω ούτε σε κείνον θα άρεσε αν ήταν εν ζωή και είχε λόγο. Είναι σαν να θες να κλείσεις το μάτι και σ’ ένα κοινό που αλλιώς δεν θα πήγαινε στο θέατρο ή στο συγκεκριμένο έργο. Του πετάς έτσι ένα δόλωμα. Ένα όσκαρ δεν είναι και λίγο πράγμα σ’ ένα λαό που δίνει σημασία σ’ αυτά….

Η παράσταση είχε μια αυταρέσκεια κόντρα στο γενικότερο ύφος του Πιραντέλο. «Εκβίασε» τη συγκίνηση με εύκολα τεχνάσματα, ο ηλικιωμένος ηθοποιός, το μικρό παιδί, στοιχεία πιασάρικα όπως λέγονται στη θεατρική γλώσσα.

Η σκηνοθεσία έδειχνε χαλαρή κι αυτοσχεδιαστική πασχίζοντας  να πλησιάσει το πιραντελικό ύφος. Δυστυχώς, δεν  έπιασε ούτε το γκροτέσκο της πιραντελικής ατμόσφαιρας ούτε το γλυκόπικρο των χαρακτήρων. Το σύμπαν του Πιραντέλο είναι η ενδιάμεση κατάσταση ανάμεσα στα άκρα, αλλά αυτό έχει τόσο λεπτές αποχρώσεις που πρέπει να το έχεις οργανώσει πολύ καλά από πριν για να μην χαθεί η μαγεία.

Εθνικό θέατρο

«Απόψε αυτοσχεδιάζουμε»

μια παράσταση βασισμένη σε ένα θέμα του Λούιτζι Πιραντέλλο

ΚΤΙΡΙΟ ΤΣΙΛΛΕΡ – ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ

Μετάφραση-Διασκευή- Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μαυρίκιος

Πρωτότυπη μουσική: Μάνος Χατζιδάκις

Σκηνικά, συνεργασία στη διασκευή: Δημήτρης Πολυχρονιάδης

Κοστούμια: Νίκη Ψυχογιού

Διασκευή, Προσαρμογή, Ενορχήστρωση: Νίκος Κυπουργός

Σχεδιασμός ήχου, Ενορχήστρωση: Στάθης Σκουρόπουλος

Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος

Κίνηση, Χορογραφίες: Βάλια Παπαχρήστου

Συνεργασία στη σκηνοθεσία: Μανώλης Δούνιας

Βοηθός σκηνοθέτις-Συνεργασία στη διασκευή: Μαρία Βαρδάκα

Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου

Δραματολόγος παράστασης: Έρι Κύργια

Κινηματογραφικά:

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μαυρίκιος

Σκηνοθεσία, Δ/ντής Φωτογραφίας, Ειδικά Εφφέ: Άγγελος Παπαδόπουλος

Μοντάζ: Ιωάννα Σπηλιοπούλου

Διανομή ρόλων:

Κωνσταντίνος Αρνόκουρος

Γιάννης Αρτεμισιάδης

Μιχάλης Αρτεμισιάδης

Μαρία Βαρδάκα

Αλέξανδρος Βάρθης

Γιάννης Βογιατζής

Δημήτρης Κακαβούλας

Δημήτρης Μαυρίκιος

Γιώργος Μπένος

Λιλή Νταλανίκα

Ράνια Οικονομίδου

Εύα Οικονόμου-Βαμβακά

Στέφανος Παπατρέχας

Γιούλικα Σκαφιδά

Νεκτάριος Φαρμάκης

Λυδία Φωτοπούλου

Συμμετοχή από την οθόνη: Νίκος Καραθάνος

Τραγούδι

Λιλή Νταλανίκα

Ράνια Οικονομίδου

Στέφανος Παπατρέχας

 

Συμμετέχουν

Γιώργος Κουτσιμάνης

Βαγγέλης Λυκούδης

Στέλιος Πανταγιάς

 

 

«Τίμων ο Αθηναίος»

Ο Τίμων ήταν ένας ευκατάστατος Αθηναίος που έζησε κατά το δεύτερο μισό του 5ου π.Χ αιώνα κι έγινε γνωστός για τη μισανθρωπία του. Απογοητευμένος κάποτε απ΄την αγνωμοσύνη και την αχαριστία όσων ο ίδιος είχε ευεργετήσει, αποσύρθηκε για κάποια χρόνια στον Υμηττό και πέθανε τελικά από γάγγραινα. Τάφηκε όπως επιθυμούσε, δίπλα στη θάλασσα σε μέρος δυσπρόσιτο. Η επιτύμβια επιγραφή που του αποδίδεται λέγεται ότι γράφτηκε απ’ τον ίδιο και είναι ενδεικτική της μισανθρωπίας που ανέπτυξε: Αφήνοντας μια άθλια ζωή, αναπαύομαι εδώ πέρα. Τ’ όνομά μου δεν πρόκειται να το μάθετε και να πάτε στο διάβολο (ες κόρακα). Μια δεύτερη επιγραφή που του αποδίδεται λέει: Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουν και πιο κοντά αν θες να ’ρθεις, τα πόδια σου ματώνουν. Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσει. Και τώρα δρόμο, αρκετά, μ’ όσα μ’ έχεις στολίσει.

Ήδη από την αρχαιότητα υπάρχουν αναφορές στον Τίμωνα ενώ η κωμωδία δανείστηκε απ΄τον χαρακτήρα του προκειμένου να πλάσει τους αντίστοιχους τύπους στους «Μονότροπος» του Φρυνίχου, «Τίμων» του Αντιφάνη και «Δύσκολος» του Μενάνδρου.

Με την πραγματική του ιστορία καταπιάστηκαν ο Λουκιανός στο «Τίμων ή Μισάνθρωπος» και ο Σαίξπηρ στο δράμα του «Τίμων ο Αθηναίος».

Στον Λουκιανό  η μισανθρωπία του Τίμωνα γίνεται αφορμή να εκφράσει ο ίδιος ο συγγραφέας την αγανάκτηση του προς τους ανθρώπους. Ο Τίμων, σύγχρονος του Περικλή, σπαταλούσε απερίσκεπτα γιατί πίστευε στα λόγια και τη φιλία αυτών που τον συναναστρέφονταν. Όταν χρεοκόπησε, κατήντησε να σκάβει ένα ξένο χωράφι κοντά στον Υμηττό εγκαταλειμμένος και ξεχασμένος απ’ όλους τους πρώην «φίλους» του. Όταν βρήκε αναπάντεχα θησαυρό έγινε άλλος άνθρωπος· διακήρυξε επίσημα τη μισανθρωπία του και μίσησε με σκληρότητα τους πάντες. Μέσα στο έργο υπάρχει μια κωμική αντιπαράθεση ανάμεσα στον Πλούτο και την Πενία με τον συγγραφέα να παίρνει σαφή θέση υπέρ της δεύτερης, ενώ παράλληλα σατυρίζει τον Δία, χλευάζει τους κόλακες και τους νεόπλουτους κι εξευτελίζει τους ψευτορήτορες και τους ψευτοφιλοσόφους.

Ο Σαίξπηρ δανείζεται θεματικά απ’ τον Λουκιανό αλλά κι απ’ τους «Βίους» του Πλουτάρχου. Η χρονολογία συγγραφής που αποδίδεται δεν είναι ακριβής. Τόσο η έμμεση αναφορά έργων άλλων συγγραφέων όσο και η χαλαρή δομή του με την απουσία χωρισμού σε πράξεις, αλλά και η υφολογική ομοιότητα με τον «Κοριολανό» και τον «Βασιλιά Ληρ» καταλήγουν στο να θεωρούν πιθανή μια ημερομηνία κοντά στο 1608. Μέχρι τον 19ο αιώνα, οι μελετητές θεωρούσαν το έργο ως τη σύμπραξη δύο συγγραφέων ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα ακούστηκε πρώτη φορά  το όνομα του Μίντλτον. Η χαλαρότητα κι η έλλειψη συνοχής στην αφήγηση, το διαφορετικό  στυλ αλλά και το λεξιλόγιο συνηγορούν μάλιστα στο να θεωρείται περισσότερο έργο του Μίντλτον παρά του Σαίξπηρ.  Υπάρχει βέβαια και μια θεωρία που θέλει τον Σαίξπηρ να το ξεκίνησε και να το άφησε ημιτελές για να καταπιαστεί μ’ αυτό αργότερα.

Υπάρχουν πάντως μέσα στο έργο μοτίβα που συναντάμε και σε άλλα σαιξπηρικά έργα, όπως οι μεγάλες γιορτές σαν κι αυτή που παραθέτει ο Τίμων στους φίλους του ή σκηνές όπου προβάλλονται  η ειρωνία, η εξαπάτηση κι η απογοήτευση. Αξιοσημείωτη είναι δε η ομοιότητα του περιπλανώμενου Τίμωνα με τον Ληρ όταν κι εκείνος διωγμένος από την αχαριστία των θυγατέρων του κι έχοντας μοιράσει τα πλούτη και το βασίλειο του, περιπλανάται σαν άγριο θηρίο και σε ημίτρελη κατάσταση παλεύοντας με τα στοιχειά της φύσης.

Σε εποχές γενικευμένης κρίσης σαν τη δική μας, υπάρχει επιτακτική ανάγκη απολογισμού, αναθεώρησης κι επανασυγκρότησης.  Με τη λογική που  θέλει συχνά την τέχνη και την πραγματική ζωή ν’ αλληλοτροφοδοτούνται δεν είναι περίεργη η επιλογή του Στάθη Λιβαθινού ως προς το συγκεκριμένο έργο του Σαίξπηρ.

Ο «Τίμων ο Αθηναίος»  είναι απ’ τα ελάχιστα παιγμένα έργα του άγγλου ποιητή κι ωσ εκ τούτου ασκεί γοητεία στον σκηνοθέτη που θα θελήσει να το ανεβάσει. Επιπλέον, ένα έργο που στηλιτεύει την  αχαριστία, την κολακεία, την κατάχρηση εξουσίας και την αγνωμοσύνη είναι πάνω απ’ όλα βαθειά πολιτικό οπότε αυτό δικαιώνει ακόμα περισσότερο το ανέβασμα του απ’ το Εθνικό θέατρο.

Ο Λιβαθινός έστησε μια καλοφτιαγμένη παράσταση επιλέγοντας να κινηθεί σε οικείους τόπους. Δεν καινοτόμησε ιδιαίτερα, δεν ρίσκαρε, ωστόσο δεν ακολούθησε και κλασική φόρμα που θα ήταν παρωχημένη. Έχω την εντύπωση ότι εσκεμμένα κινήθηκε ανάμεσα σε μια σκηνοθετική γραμμή  που μπορεί να παρακολουθήσει το ευρύ κοινό και σε ελάχιστα πιο μοντέρνες (sic) πινελιές σαν να ήθελε να «πιάσει» το εγχείρημα του Σαίξπηρ μιας και ο Τίμων έχει έτσι κι αλλιώς πιο «ανοιχτή» φόρμα απ’ τα άλλα Σαιξπηρικά έργα.

Ο Λιβαθινός έχει μεταξύ άλλων το χάρισμα να φτιάχνει ωραίες-σχεδόν κινηματογραφικές – εικόνες. Δεν λέω τυχαία κινηματογραφικές, αφού η δύναμη της εικόνας στη μεγάλη οθόνη είναι κάτι που δύσκολα πετυχαίνει το θέατρο με τη χρονική του ρευστότητα.  Η ικανότητα επομένως του σκηνοθέτη που δίνει ωραίες εικόνες δεν έχει να κάνει με το αισθητικό μόνο κομμάτι αλλά και με το μήνυμα που θέλει να περάσει -σαν κρυφή για μυημένους λεζάντα -μέσα απ’ αυτές. Εξαιρετική επομένως, η εικόνα της έναρξης με την μπανιέρα και του φινάλε όπου υπάρχει αλλαγή εξουσίας καταδεικνύοντας μια αισθητική και ηθική παρακμή. Ο Τίμων διαγράφει παράλληλη πορεία με την πόλη του. Ηττάται μαζί της…(σ.σ η Αθήνα δεν θα έχει πια  την αίγλη και το μεγαλείο της στο τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου. Θα χαθούν οριστικά μαζί με τη δύναμη της εξουσίας που χαρίζει ωραίες ψευδαισθήσεις)…

Ωραία η μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου. Ο ποιητικός λόγος έρρεε χωρίς λογοτεχνικές υπερβολές τιμώντας το πρωτότυπο κείμενο με τα διαφορετικά στυλ των δύο συγγραφέων. Αφαιρετικό το σκηνικό της Μανωλοπούλου. Μετά από κάμποσες πρόσφατες παραστάσεις, νομίζω εδώ ξαναβρίσκει τη φόρμα της.

Η διανομή επίσης πάτησε σε γνωστά μονοπάτια. Ηθοποιοί οικείοι στον σκηνοθέτη και γνώριμοι στο κοινό που παρακολουθεί πιστά τις δουλειές του. Θα ξεχωρίσω το Βασίλη Ανδρέου στον ρόλο του Τίμωνα. Με ωριμότητα, συγκρότηση λόγου και ύφους κι ελεγχόμενη συγκίνηση κατόρθωσε να πλάσει αυτόν τον ευγενή κι αθώο-στα όρια της αφέλειας- άνθρωπο που σε μια στιγμή μεταστρέφεται σε πληγωμένο αγρίμι. Μου άρεσε και η τετράδα των Καλετσάνου, Καρδώνη, Πανούριου και Τρουπάκη ως μέλη της αυλής του Τίμωνα που ακροβατώντας ανάμεσα στο χιούμορ και τη στυγνή πραγματικότητα, μεταστρέφονται μ’ ευκολία από φίλοι σε αχάριστοι κόλακες και υπογράφουν την καταδίκη του άλλοτε ευεργέτη τους.

Εν κατακείδι, ο Τίμων είναι ευκαιρία να δει κανείς ένα ελάχιστα παιγμένο έργο του Σαίξπηρ σε μια αξιοπρεπή παράσταση, διαφωτιστική γι’ αυτούς που μελετούν το θέατρο και διδακτική αλλά χωρίς ψευδοηθικολογίες για τον θεατή.

 

ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

ΘΕΑΤΡΟ REX – ΣΚΗΝΗ «ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ»

«Τίμων ο Αθηναίος»

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ & Τόμας Μίντλτον

Μετάφραση: Νίκος Χατζόπουλος

Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθηνός

Σκηνικά-Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου

Μουσική σύνθεση: Λύσσανδρος Φαληρέας

Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου

Κίνηση: Μαρία Σμαγιέβιτς

Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου

Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Ευμορφία-Μελίνα Κουκουτσάκη

Δραματολόγος παράστασης: Έρι Κύργια

Διανομή:

Τίμων: Βασίλης Ανδρέου

Τιμάνδρα: Αργυρώ Ανανιάδου

Λούκουλλος, Άρχοντας, Γερουσιαστής:Γιώργος Δάμπασης

Χρυσοχόος, Λούκιος, Άρχοντας, Γερουσιαστής: Ιερώνυμος Καλετσάνος

Σεμπρόνιος, Ερωτιδέας, Γερουσιαστής, Ζωγράφος:Νίκος Καρδώνης

Φλαμίνιος, Λουκίλιος: Στάθης Κόικας

Υπηρέτης, Βεντίδιος: Φώτης Κουτρουβίδης

Υπηρέτης, Αξιωματικός: Αναστάσης Λαουλάκος

Κάφης: Φοίβος Μαρκιανός

Άρχοντας, Γερουσιαστής: Στρατής Πανούριος

Απήμαντος: Δημήτρης Παπανικολάου

Φλάβιος: Μαρία Σαββίδου

Αλκιβιάδης: Χρήστος Σουγάρης

Σερβίλιος: Μάνος Στεφανάκης

Ποιητής, Άρχοντας, Γερουσιαστής: Άρης Τρουπάκης

Φρυνία: Αντιγόνη Φρυδά

 

«Σούμαν» στο Εθνικό θέατρο

Μετά τις «Ερωμένες στον καμβά» με κύρια πρόσωπα τον Ραφαήλ και τον Μοντιλιάνι και τη «Σέξτον και τα κογιότ» για τη ζωή της βραβευμένης αμερικανίδας ποιήτριας, η Σοφία Καψούρου ανεβάζει άλλο ένα ιστορικό πρόσωπο στη σκηνή (sic), αυτή τη φορά, τον Ρόμπερτ Σούμαν.

Αφορμή για το έργο φαίνεται να στάθηκε η εποχή του ρομαντισμού και το τι ειδικότερα συμβολίζει ένας ρομαντικός ήρωας. Η συγγραφέας κινεί το έργο σε 2 άξονες. Απ’ την Αθήνα του σήμερα και μια ιστορία που εξελίσσεται σ’ ένα τσαγκαράδικο, περνάμε στη Γερμανία του 19ου αιώνα όπου ο Σούμαν θα συνδεθεί ερωτικά με την ταλαντούχα πιανίστρια Κλάρα, κόρη του διάσημου δασκάλου Φρίντριχ Βικ απ’ τον οποίο και είχε αρχίσει να παίρνει μαθήματα πιάνου. Ο δεσμός τους  δεν γίνεται αποδεκτός απ’ τον Βικ που είναι πεπεισμένος ότι ο γάμος τους  θ’ αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα στην καριέρα της Κλάρα. Τελικά οι δυο τους παντρεύονται κρυφά το 1840 και ζουν μαζί 16 χρόνια μέχρι τον θάνατο εκείνου.

Δεν γνωρίζω τι ακριβώς ενέπνευσε τη Σοφία Καψούρου ώστε ν’ ασχοληθεί συγκεκριμένα  με την προσωπικότητα του μεγάλου γερμανού συνθέτη. Εικάζω ότι το πιο ελκυστικό σημείο αφετηρίας είναι η συνάντηση της μεγαλοφυΐας με την τρέλα.

Η ίδια η συγγραφέας σημειώνει: Εννέα ήρωες. Κάποιοι νικητές, κάποιοι νικημένοι. Όλοι ρομαντικοί.  Ο ρομαντικός ήρωας δεν έχει ούτε όνομα ούτε εποχή. Ορίζει την εποχή του. Και ως αντάλλαγμα η εποχή του τον εξορίζει. Ο ρομαντικός ήρωας δεν έχει πατρίδα. Ο ρομαντικός ήρωας δεν είναι ήρωας. Πότε δειλός, πότε ανυπεράσπιστος. Πάντα ποιητής. Πότε κωμικός, πότε τραγικός. Πάντα ερωτευμένος. Πότε τρελός, πότε μεγαλοφυής. Πάντα επικίνδυνος. Η μουσική έχει μέτρο. Ο λόγος του «Σούμαν» έχει μέτρο. Ο ρομαντικός ήρωας το μέτρο το ξεπερνά.

Ο Σούμαν έπασχε από ψυχασθένεια πιθανότατα κληρονομικού τύπου αφού απ’ αυτήν πέθανε κι ο πατέρας του κι η αδερφή του. Όσον αφορά στο έργο του, τα  πρώτα του χρόνια ήταν τα πιο παραγωγικά ενώ απ’ το 1845 και μετά, απ’ την ηλικία των 35 χρόνων δηλαδή, περιόρισε σταδιακά τη δραστηριότητα του λόγω της ασθένειας. Πραγματοποίησε μια απόπειρα αυτοκτονίας το 1854 και τελικά κλείστηκε σε νευρολογική κλινική όπου και απεβίωσε το 1856.  Οι περισσότερες συνθέσεις του ερμηνεύτηκαν στη σκηνή απ’ τη σύζυγο του με την  οποία πραγματοποίησε πολλές περιοδείες και είχε μια σχέση αντιπαλότητας. Ειδικότερα από τότε που τα νεύρα του κλονίστηκαν, τον ενοχλούσαν τα θετικά σχόλια που εισέπραττε εκείνη ερμηνεύοντας τον, καθώς ένιωθε παραγκωνισμένος.

Η Σοφία Καψούρου αναδείχθηκε μέσα από τη δράση  «Ο συγγραφέας του μήνα» κι ως εκ τούτου είχε την τύχη να ενταχθεί άμεσα ο  «Σούμαν» της στο  ρεπερτόριο του Εθνικού Θεάτρου.

Δραματουργικά, το κείμενο είχε κάποιες ανισότητες που η καλή όμως σκηνοθεσία του Λευτέρη Γιοβανίδη κατόρθωσε να αμβλύνει. Βρήκα αταίριαστη την σύγχρονη ιστορία που χρησιμοποιήθηκε για να τη δέσει με την ιστορία του Σούμαν. Θεωρώ ότι προσπαθούσε να εκμαιεύσει εύκολα μια συγκίνηση που ήταν εντελώς περιττή. Ο Γιοβανίδης ευτυχώς κατάφερε και την εναρμόνισε σκηνικά με το βασικό θέμα της παράστασης.

Επίσης, δεν φάνηκε με μια βασική ιστορία του Σούμαν και μια δευτερεύουσα που συνδέεται με τον Σούμαν να πέτυχε ο στόχος  του ρομαντικού ήρωα γενικά. Θα είχε ίσως ενδιαφέρον αν βλέπαμε κι άλλες ιστορίες ως παραδείγματα μανιασμένων ανθρώπων κάτω απ’ τη σκέπη του ρομαντισμού…

Σε γενικές γραμμές η παράσταση κύλησε ευχάριστα. Το κείμενο ήταν έμμετρο με εύκολο κι ευρηματικό τις περισσότερες στιγμές στίχο.  Ο Λευτέρης Γιοβανίδης έδωσε ωραίο ρυθμό και αξιοποίησε τον έμμετρο λόγο χωρίς να τον υπερτονίζει.

Η Μανωλοπούλου έφτιαξε έναν ενδιαφέροντα σκηνικό χώρο με μια βιτρίνα ζωντανών και νεκρών προσώπων σαν μια απόκοσμη πινακοθήκη που ζωντανεύει για λίγο μέχρι να περάσει ξανά στην αιωνιότητα.

Αξιοπρεπής και η διανομή στο σύνολο της με προεξάρχουσα την Τζίνη Παπαδοπούλου στον ρόλο της κυρίας Σούμαν.

Θα ήθελα να δω τη συγγραφέα και σε άλλο στυλ γραφής πέραν των θεατροποιημένων βιογραφιών. Νομίζω ότι με τον «Σούμαν» εξάντλησε αυτό το είδος γραφής και θα ήταν μια καλή «οφειλή» προς το κοινό της η εξέλιξη της.

Κτίριο Τσίλλερ-Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»

«Σούμαν» της Σοφίας Καψούρου

Σκηνοθεσία: Λευτέρης Γιοβανίδης

Σύμβουλος δραματουργίας: Έρι Κύργια

Σκηνικά: Ελένη Μανωλοπούλου

Κοστούμια: Λίνα Σταυροπούλου

Κοστούμια: Τζίνα Ηλιοπούλου

Κίνηση: Ζωή Χατζηαντωνίου

Φωτισμοί: Νίκος Σωτηρόπουλος

Βοηθός σκηνοθέτη: Αναστασία Τζέλλου

Βοηθός σκηνογράφου: Έλλη Αποστολάκη

Διανομή ρόλων

Λέρνα: Δήμητρα Λαρεντζάκη

Σλάβα Ντμίτριεβιτς: Αλέξανδρος Καλπακίδης

Αιμιλία Σούμαν: Δήμητρα Μητροπούλου

Ρόμπερτ Σούμαν: Λευτέρης Βασιλάκης

Κλάρα Βικ Σούμαν: Ελεάνα Καυκαλά

Φρίντριχ Βικ: Πέρης Μιχαηλίδης

Γιοχάνα Σούμαν: Τζίνη Παπαδοπούλου

Γιοχάνες Μπραμς: Γιάννης Παπαδόπουλος

Δρ. Φραντς Ρίχαρτς-Δικαστής: Γιάννης Ασκάρογλου

 

«Η Σέξτον και τα Κογιότ» στο Vault

Δεν σπανίζουν οι αυτόχειρες στην ιστορία της λογοτεχνίας τόσο στην εγχώρια πραγματικότητα όσο και διεθνώς. Η Άνν Σέξτον, μια από τις μεγαλύτερες ποιήτριες της Αμερικής αλλά και του 20ου αιώνα παγκοσμίως, προστέθηκε σ’ αυτό το πάνθεον όταν έδωσε πρόωρα τέλος στη ζωή της στα 46 της χρόνια κι αφού είχε απολαύσει τον θαυμασμό και την αποδοχή τόσο του κοινού και της κριτικής όσο και των ομότεχνων της για την ποίηση της. Η Σέξτον είχε βραβευτεί με Πούλιτζερ το 1967, επτά χρόνια πριν αυτοκτονήσει για τη συλλογή της με τον προφητικό τίτλο «Live or Die”.

Δεν είχε εύκολη ζωή. Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια αστική οικογένεια στο Νιούτον της Βοστώνης αλλά υπέφερε από κατάθλιψη το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Με την ποίηση ήρθε σε επαφή το 1955 κατόπιν προτροπής του ψυχιάτρου που την παρακολουθούσε μετά από μια κατάρρευση. Γράφτηκε έτσι σ’ ένα εργαστήριο ποίησης και αμέσως γνώρισε επιτυχία αφού ποιήματα της δημοσιεύτηκαν στα «The New Yorker», «Harper’s Magazine» και «Saturday Review».

Η θεματογραφία της άνοιξε νέους δρόμους στις γυναίκες ποιήτριες αφού μίλησε για μια σειρά από θέματα που ως τότε ήταν ταμπού όπως για την έμμηνο ρύση, την έκτρωση, τον αυνανισμό, τη μοιχεία.

Η ανερχόμενη Σοφία Καψούρου εμπνεόμενη απ’ τα βιογραφικά στοιχεία της ποιήτριας, έγραψε ένα θεατρικό κείμενο που αναδεικνύει τις ιδιαιτερότητες της Σέξτον και τη συστήνει έτσι σ’ ένα κοινό που δεν την γνωρίζει τόσο καλά. Με τρία μόνο πρόσωπα, 2 καρέκλες  και αλλεπάλληλα φλας μπακ, η Σοφία Καψούρου μας εισάγει στον μοναχικό κόσμο της Σέξτον και μας ταξιδεύει μέσα στα 46 χρόνια της ζωής της, φωτίζοντας αυτές τις πτυχές που στάθηκαν καθοριστικές για την εξέλιξη αλλά και το πρόωρο τέλος της. Παρακολουθούμε έτσι τη δύσκολη σχέση με τη μητέρα της, την κακοποίηση απ’ τον ίδιο της τον πατέρα, την κατάθλιψη που της καθόρισε τη ζωή, την αδυναμία της να δεθεί με τα παιδιά της και ν’ αφοσιωθεί στην οικογενειακή ζωή, τις αλλεπάλληλες απόπειρες αυτοκτονίας.

Πολύ καλές ερμηνείες κι απ’ τις τρεις ηθοποιούς. Η Σοφία Καψούρου ενσαρκώνει μ’ ευαισθησία την Άνν Σέξτον και συγκινεί ιδιαίτερα στις στιγμές που βυθίζεται στον εαυτό της. Η Όλγα Τσαρσιταλίδη στον ρόλο της μάνας κάνει μια εντυπωσιακή είσοδο κι εξαρχής δηλώνει την αυταρχική προσωπικότητα αυτής της γυναίκας που δυνάστευσε και κατά κάποιον τρόπο καθόρισε τη ζωή της κόρης της. Ιδιαιτέρως φορτισμένες οι στιγμές που αφήνει να βγει στην επιφάνεια το «άλλο» πρόσωπο της μητέρας, οι αδυναμίες κι η αντιζηλία προς την κόρη αφού κι αυτή είχε υπάρξει ποιήτρια αλλά ήσσονος σημασίας και  κορυφώνει με μια σπαρακτική  σκηνή που άρρωστη πια από άνοια ανακαλεί σκόρπιες εικόνες του παρελθόντος. Η Νατάσα Μαρματάκη στον ρόλο της Θείας που στιγμάτισε τη ζωή της Άνν κάνει μια εξίσου καλή ερμηνεία. Είναι το εξισορροπιστικό κομμάτι ανάμεσα στον πόλεμο μάνας και κόρης. Είναι αυτή που καταλαβαίνει πιο πολύ απ’ όλους την Άνν αφού υπάρχει μια παραλληλότητα στη διαδρομή τους.

Αν και με ελάχιστα μέσα στη διάθεση τους, οι τρεις γυναίκες καταφέρνουν να φτιάξουν μια ολοκληρωμένη παράσταση με μεράκι που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από πιο πλούσια σκηνικά ή πιο μεγάλους χώρους.

Πολυχώρος VAULT

«Η Σέξτον και τα Κογιότ» της Σοφίας Καψούρου

Σκηνοθεσία: Σοφία Καψούρου
Ερμηνεύουν: Σοφία Καψούρου, Νατάσα Μαρματάκη, Όλγα Τσαρσιταλίδη.


Αρχείο